δνόφος — δνόφος, ο (Α) σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιότητα με τα ζόφος, κνέφας, ψέφας πιθ. δεν είναι συμπτωματική. ΠΑΡ. αρχ. δνόφεος, δνοφερός, δνοφόεις, δνοφούμαι, δνοφώδης] … Dictionary of Greek
κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… … Dictionary of Greek
ψάφα — Α (κατά τον Ησύχ.) «κνέφας». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψέφας*] … Dictionary of Greek
ψέφος — ους, τὸ, Α βλ. ψέφας … Dictionary of Greek
ψέφω — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «δέδοικα, λυπῶ, φροντίζω» 2. «ψέφει ἐντρέπει». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. τόσο με τη λ. ψόφος «κρότος, θόρυβος» όσο και με τη λ. ψέφας «σκοτάδι», παρ ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε… … Dictionary of Greek
ψεφάσθαι — Α [ψέφας] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μεταμελεῑσθαι καὶ οἷον σκότος περιτιθέναι τοῑς λεγομένοις» … Dictionary of Greek
ψεφαίος — αία, ον, Α ψεφαρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. αῖος (πρβλ. μοιρ αίος)] … Dictionary of Greek
ψεφαρός — ά, όν, Α σκοτεινός, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας* «σκοτάδι», μέσω αμάρτυρου αρχικού τ. *ψέφαρ (πρβλ. γεραρός)] … Dictionary of Greek
ψεφαυγής — ές, Α σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ αυγής] … Dictionary of Greek
ψεφηνός — ή, όν, Α μτφ. (για πρόσ.) αμυδρός, άγνωστος, ταπεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. ηνός (πρβλ. χαλικ ηνός). Ο τ. έχει διορθωθεί σε ψεφεννός (< *ψεφεσνός)] … Dictionary of Greek